εὐλύγιστος — flexible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλύγιστος — η, ο αυτός που λυγίζει εύκολα, εύκαμπτος, λυγερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλύγιστον — εὐλύγιστος flexible masc/fem acc sg εὐλύγιστος flexible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλυγίστους — εὐλύγιστος flexible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλύγιστα — εὐλύγιστος flexible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός … Dictionary of Greek
βεργολυγερός — ή, ό και βεργόλυγος, η, ο (για πρόσωπα) λεπτός και λυγερός, ευλύγιστος σαν βέργα … Dictionary of Greek
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek
επικαμπής — ές (AM ἐπικαμπής) [επικάμπτω] καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός αρχ. 1. ευλύγιστος. επίρρ... ἐπικαμπῶς (AM) καμπυλωτά, κυρτά … Dictionary of Greek